- ανενταφίαστος
- ος , ον непогребённый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανενταφίαστος — η, ο αυτός που δε θάφτηκε, άθαφτος: Ακόμη και τα πτώματα των εχθρών δεν τα άφησαν ανενταφίαστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)