ανενταφίαστος

ανενταφίαστος
ος , ον непогребённый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ανενταφίαστος" в других словарях:

  • ανενταφίαστος — η, ο αυτός που δε θάφτηκε, άθαφτος: Ακόμη και τα πτώματα των εχθρών δεν τα άφησαν ανενταφίαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»